DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
descaling v
industr., chem. αποξείδωση
mech.eng. αποσκωρίωση; μηχανικός καθαρισμός μετάλλου από οξείδια; απολέπιση
met. ξελέπιασμα
to descale [ˌdiː'skeɪl] v
met. αποξέω φολίδες; αποφολιδώνω; αποσκωρίωση
descaling
: 6 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Metallurgy5