DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
dependent child allowance
sociol. επίδομα προστατευόμενου τέκνου; επίδομα συντηρούμενου τέκνου; επίδομα τέκνου
unions. επίδoμα συvτηρoυμέvoυ τέκvoυ
dependent-child allowance
gov., social.sc. επίδομα συντηρούμενου τέκνου