DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
degrade [dɪ'greɪd] v
chem. αποδομούμαι; διασπώ; διασπώμαι
life.sc., agric. υποβάθμισις; απογύμνωσις
nat.sc., agric. ελάττωμα,σφάλμα
obs., chem. αποικοδομούμαι
to degrade [dɪ'greɪd] v
agric. υποβαθμίζω
earth.sc. απομειώνω; εξαντλώ