DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
deferred income
account. προεισπραχθέν έσοδο
Deferred income
gen. Προεισπραττόμενο εισόδημα εισόδημα που έχει εισπραχθεί αλλά αφορά μελλοντική χρήση
deferred income
: 8 phrases in 2 subjects
Finances7
Marketing1