DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
decorticate [dɪ'kɔ:tɪkeɪt] v
agric. αποφλοιωμένο
to decorticate [dɪ'kɔ:tɪkeɪt] v
industr., construct. ξεφλουδίζω; αφαιρώ το βερνίκι; αφαιρώ το χρώμα
wood. αποφλοιώνω
decorticate
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Industry2