| |||
προσβολή από μύκητες | |||
σαπίζω σάπισα; αποσαθρώνομαι αποσαθρώθηκα; αποσυνθέτω αποσυνέθεσα; αποσάθρωση; κατάπτωση; φθορά | |||
| |||
υποβάθμιση | |||
αποσύνθεση; σήψη; σάπισμα | |||
ραδιενεργός διάσπαση | |||
| |||
διασπώμαι | |||
αποσυντίθεμαι; σαπίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
d | |||
The progressive reduction in intensity or viability of a chemical, biological or radioactive agent or material with respect to time |
decay : 102 phrases in 22 subjects |