DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
dealers n
gen. χρηματιστηριακές εταιρίες οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές και κατ'εντολή των πελατών τους και για το δικό τους χαρτοφυλάκιο dealers
market. έμποροι
dealer ['di:lə] n
gen. οπλοπώλης; διακινητής
commer. έμπορος; oπλοπώλης
econ. μεταπωλητής
fin. έμπορος χρηματιστηριακών τίτλων ή εμπορευμάτων που ενεργεί για ίδιο λογαριασμόν; ντίλερ; αντιπρόσωπος; χρηματιστής; 1.δημιουργός αγοράς market maker 2. διαμορφωτής τιμών
 English thesaurus
dealer ['di:lə] abbr.
abbr. dlr
arts. art dealer (denghu)
dealers: 50 phrases in 11 subjects
Accounting2
Agriculture1
Commerce3
Environment1
Finances35
Health care1
Law1
Marketing2
Medical1
Metallurgy1
Taxes2