DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
cytolymph ['saitəulimf] n
med. κυτοσόλιο m; κυτταροδιάλυμα f; θεμελιώδες πλάσμα; κυτταρολεμφος f; υαλόπλασμα; κυτταρόλυμα f; παραπλάσμα