DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
crown [kraun] n
agric. κορυφή; κόμη; ανάχωμα; ράχη αύλακος; κορυφή αρότρου
coal. καπέλο
construct. στέψις οδού
forestr. κορυφή δένδρου,στεφάνη δένδρου,κώμη δένδρου
industr., construct. κορώνα
industr., construct., met. θόλος
life.sc., construct. πλάτος στέψης
mech.eng., construct. στεφάνη με αδάμαντας
med. στεφάνη (corona dentis); στεφάνη δοντιού (corona dentis); μύλη δοντιού (corona dentis)
transp. ανακυρτωματική γραμμή διαδρόμου; ανακύρτωμα διαδρόμου; στέμμα; στεφάνι
transp., construct. κύρτωμα στέψεως αναχώματος; καμπύλωση στέψεως αναχώματος; κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος
transp., industr., construct. κορόνα
crowns n
industr., construct. κρόουνς
crowning ['kraunɪŋ] v
mech.eng. κύρτωση κατά το πλάτος
 English thesaurus
crown [kraun] n
jewl. The top part of a cut stone, above the girdle.
CROWN [kraun] abbr.
abbr., el. self-aligned crown-shaped stacked-capacitor cell
abbr., scottish CAINS Readiness & Overhaul Warranty for the Navy (US Navy)
Crown [kraun] n
law, abbr. Cr.
crown
: 220 phrases in 21 subjects
Agriculture52
Chemistry7
Coal1
Construction4
Earth sciences1
Economy1
Electronics1
Energy industry4
Environment2
Forestry5
Industry30
Law4
Life sciences1
Materials science3
Mechanic engineering19
Medical41
Metallurgy3
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences16
Technology4
Transport20