DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
crossover ['krɔsəuvə] n
med. επιχιασμός; χιασματυπία; χρωματίδη επιχιασμού; προϊόν επιχιασμού
crossover ['krɔsəuvə] n
el. σημείο πρώτης σύγκλισης της ηλεκτρονικής δέσμης; γεφυρωτή διασταύρωση; πάνω διασταύρωση
IT διέλευση
transp., construct. σύνδεση σιδηρογραμμών
crossover from educational courses in one country to courses in another country ['krɔsəuvə] n
ed. δυνατότητα μετάβασης
 English thesaurus
crossover ['krɔsəuvə] abbr.
abbr., med. CO drug study (drug study)
crossover
: 36 phrases in 11 subjects
Agriculture1
Communications1
Earth sciences1
Electronics10
Finances4
General1
Information technology2
Medical6
Microsoft1
Technology2
Transport7