DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
crossbar ['krɒsbɑː, 'krɑːsbɑːr] n
agric., coal. διαδοκίς,τραβέρσα,ακατέργαστος κορμός
industr., construct. εγκάρσια δοκός; μεσόζευγμα; τραβέρσα
IT πολλαπλός διακόπτης με διασταυρούμενες ράβδους; ραβδεπαφικός; διασταυρούμενη ράβδος
mech.eng. μπάρα ενίσχυσης
med. δοκίδα
met. σφιγκτήρας με σταυρωτές ράβδους
crossbarred v
med. δοκιδώδης; δοκιδωτός
crossbar
: 13 phrases in 4 subjects
Communications2
Electronics5
Information technology3
Transport3