DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | noun | to phrases
crank [kræŋk] n
gen. στροφαλοφόρος άξονας; ψώνιο
mech.eng. γωνιά ενός άξονα; μανιβέλα-γωνία; στρόφαλος-γωνία
met. κλιμάκωση διαχωριστικής επιφάνειας
transp., construct. στρόφαλος
cranking ['kræŋkɪŋ] v
mech.eng. εξαερισμός του στροβιλοκινητήρα; περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; αρχική περιστροφή εμβολοφόρου κινητήρα; εκκίνηση εμβολοφόρου κινητήρα; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη
 English thesaurus
crank [kræŋk] abbr.
abbr., mil. crankshaft
CRANK [kræŋk] abbr.
abbr., auto. crankshaft position sensor
crank
: 141 phrases in 6 subjects
Agriculture7
Earth sciences5
Environment1
Mechanic engineering99
Metallurgy3
Transport26