DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
countersink ['kauntəsɪŋk] n
mech.eng. κυλινδρικό ή κωνικό εργαλείο με διάτρηση διεύρυνσης; κωνικό εργαλείο διάτρησης διεύρυνσης
met. τρυπώ; φρεζάρω
met., mech.eng. κεντράρισμα; διάτρηση κεντραρίσματος
to countersink ['kauntəsɪŋk] n
transp., mech.eng. να φρεζαρισθεί η τρύπα; να διευρυνθεί κωνικά το χείλος οπής
countersinking v
met., mech.eng. διάτρηση διεύρυνσης οπών και κυκλικών δακτυλιοειδών περιοχών; διάτρηση κωνικής ή άλλης μορφής διεύρυνσης οπών
 English thesaurus
countersink ['kauntəsɪŋk] abbr.
abbr., tech. c'sink (раззенковать Technical)
countersink
: 9 phrases in 2 subjects
Health care1
Mechanic engineering8