| |||
κυλινδρικό ή κωνικό εργαλείο με διάτρηση διεύρυνσης; κωνικό εργαλείο διάτρησης διεύρυνσης | |||
τρυπώ; φρεζάρω | |||
κεντράρισμα; διάτρηση κεντραρίσματος | |||
| |||
να φρεζαρισθεί η τρύπα; να διευρυνθεί κωνικά το χείλος οπής | |||
| |||
διάτρηση διεύρυνσης οπών και κυκλικών δακτυλιοειδών περιοχών; διάτρηση κωνικής ή άλλης μορφής διεύρυνσης οπών | |||
English thesaurus | |||
| |||
c'sink (раззенковать Technical) |
countersink : 9 phrases in 2 subjects |
Health care | 1 |
Mechanic engineering | 8 |