DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
corrugation ['kɔrə'geɪʃ(ə)n] n
agric. ελικοειδής αυλάκωση; ελικοειδής νεύρωση
mater.sc., construct. κυμάτωση; ρυτίδωση
met. αυλακώσεις
transp. κυματοειδής αυλάκωση
corrugations n
agric., construct. στενοί και αβαθείς αύλακες διηθήσεως
corrugation
: 13 phrases in 4 subjects
Agriculture3
Construction1
Materials science6
Transport3