DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
commissioning [kə'mɪʃ(ə)nɪŋ] v
earth.sc., mech.eng. προετοιμασία για την λειτουργία
insur. ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία του έργου
mater.sc., mech.eng. δοκιμαστική λειτουργία
nucl.phys. θέση σε λειτουργία
commissioning
: 17 phrases in 8 subjects
Construction1
Earth sciences1
Economy1
General8
Law1
Mechanic engineering3
Patents1
Social science1