| |||
λόχμη δένδρων | |||
Σωρός | |||
συστάδα m; μάζα f; συσσωρεύω συσσώρευσα; συγκολλώ συγκόλλησα | |||
δέσμη πρεμνοβλαστημάτων | |||
| |||
κόλλημα; συγκόλληση | |||
συσταδοποίηση; σχηματισμός συστάδων | |||
English thesaurus | |||
| |||
Canada Land Use Monitoring Program |
clump : 2 phrases in 2 subjects |
Environment | 1 |
Natural sciences | 1 |