DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
clump [klʌmp] n
agric. λόχμη δένδρων
industr., construct., chem. Σωρός
med. συστάδα m; μάζα f; συσσωρεύω συσσώρευσα; συγκολλώ συγκόλλησα
nat.sc., agric. δέσμη πρεμνοβλαστημάτων
clumping v
agric. κόλλημα; συγκόλληση
life.sc. συσταδοποίηση; σχηματισμός συστάδων
 English thesaurus
CLUMP [klʌmp] abbr.
abbr., earth.sc. Canada Land Use Monitoring Program
clump
: 2 phrases in 2 subjects
Environment1
Natural sciences1