DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
choke [ʧəuk] n
med. ασφυξία; απόπνιξη; πνιγμονή
transp., mech.eng. λεβιές αέρα
choking ['ʧəukɪŋ] v
gen. φράξιμο
construct. επίστρωση
earth.sc., transp. στραγγαλισμός ροής ρευστού
mech.eng. στραγγαλισμός
med. πνιγμονή
chokes v
med. ασφυκτικές εκδηλώσεις
choke [ʧəuk] adj.
commun., IT στραγγαλιστικό πηνίο
el. μικρό πηνίο; στοιχείο αποπνιγμού; εξομαλυντικός επαγωγέας; τσοκ
industr., construct., met. στενός λαιμός; στένεμα γυάλινου σωλήνακατά το τράβηγμα
mech.eng., el. επαγωγέας
transp., industr. αποπνικτήρας
transp., mech.eng. λεβιές τσοκ
transp., tech., mech.eng. διάταξη εκκίνησης ψυχρού κινητήρα; μηχανισμός εκκινήσεως εν ψυχρώ
 English thesaurus
choke [ʧəuk] abbr.
abbr., obs. choak (написание "choak" можно встретить в старинных и стилизованных текстах Pickman)
choke
: 39 phrases in 14 subjects
Chemistry1
Communications2
Earth sciences6
Electronics14
Fish farming pisciculture1
General1
Health care1
Industry1
Information technology1
Medical1
Metallurgy4
Natural sciences2
Technology1
Transport3