DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
chippings ['tʃɪpɪŋz] n
construct. διάστρωση λιθοσυντριμμάτων; διάστρωση σκύρων; διάστρωση ψηφίδων
transp. θρύμματα; λεπτόκοκκες ψηφίδες; ψηφίδες
transp., met., construct. λιθοσυντρίμματα
chipping ['ʧɪpɪŋ] n
forestr. θρυμματισμός
chippings
: 13 phrases in 6 subjects
Coal1
Construction6
Forestry1
Industry2
Metallurgy1
Transport2