DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
carbonating v
industr., chem. ενανθράκωση; εξουδετέρωση διοξειδίου του άνθρακα; κορεσμός υγρού σε διοξείδιο του άνθρακα
carbonates except 02 04 02 and 19 10 03 v
environ. Ανθρακικά εκτός 02 04 02 και 19 10 03
 English thesaurus
carbonate ['kɑ:bən(e)ɪt] abbr.
abbr., mining. carb.
abbr., oil crbnt
carbonates
: 56 phrases in 5 subjects
Chemistry23
Food industry22
General1
Industry3
Medical7