DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
capital stock [ˌkæpɪtl'stɒk]
gen. εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο; ονομαστικό κεφάλαιο; χρηματιστηριακό κεφάλαιο
econ. εθνικό κεφαλαιακό απόθεμα
fin. συμμετοχή στο κεφάλαιο
law, fin. μετοχή κεφαλαίου; μετοχή
market. κεφαλαιακός εξοπλισμός
market., fin. χρηματικές ομολογίες; κεφάλαιο από ομολογιακά δάνεια; ομολογίες κεφαλαίου
capital stock
: 31 phrases in 8 subjects
Accounting3
Business1
Economy3
Finances13
General1
Law5
Marketing2
Taxes3