DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
calycle ['kælikl] n
med. έλυτρο; επικάλυκας; κάλυκας
nat.sc. εξωκάλυψ (calicula, epicalyx); καλύκιο (calicula, epicalyx); πρόσθετος κάλυψ (calicula, epicalyx)