DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
calvaria ['kæl'vεəriə] n
med. οροφή του κρανίου; θόλος του κρανίου; εγκεφαλικό κρανίο
calvarium [kæl'veiriəm] n
med. θόλος του κρανίου; θόλος κρανίου (calvaria); οροφή κρανίου (calvaria); εγκεφαλικό κρανίο (calvaria)