DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
buzzer ['bʌzə] n
commun. μηχανισμός προειδοποίησης
commun., transp. βομβητής
textile σβούρα; στραγγιστήρι νημάτων; στραγιστήρι υφασμάτων
buzzer
: 3 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering2
Transport1