DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
burrs n
construct. όγκοι εξυαλωμένων οπτοπλίνθων
met. γρέζια
burr [bɜ:] adj.
commun., met. αποξάκριδο; απόξεσμα
forestr. γρέζια
industr., construct. τροχίσκος; κολλητσίδα
industr., construct., met. προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου
med. τρυπάνι; οδοντιατρική φρέζα
met. ρίνισμα; απόληξη διατμήσεως
met., mech.eng. γρέζι
nat.sc., industr., construct. παρασάρκωμα δένδρου; λούπος
tech., industr., construct. κολιτσίδα
 English thesaurus
Burr. abbr.
abbr. Burrow's King's Bench Reports
burr
: 26 phrases in 9 subjects
Agriculture6
Cultural studies1
General1
Health care1
Industry4
Medical4
Metallurgy4
Statistics3
Technology2