| |||
πληγή εγκαύματος (combustio) | |||
| |||
καίγομαι; καίω | |||
καύσιμο; καμμένη έκτασις | |||
εγγραφή (To copy files to a recordable CD) | |||
κηλίδα καψίματος | |||
έγκαυμα; επίπεδος σπίλος (naevus flammeus); κάψιμο | |||
| |||
διαπυρώνω | |||
καίω; κόβω σύρριζα | |||
| |||
ψημένο ή καμένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
Skin wound caused by an excessive exposure of the naked skin to thermal radiation. (FRA) |
burns : 178 phrases in 23 subjects |