DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bung [bʌŋ] n
agric. παχύ βόειο έντερο; τάπα
agric., mater.sc. πείρος; πώμα; στρόφιγγα
industr., construct. ελικοτομημένο πώμα
mech.eng. διάταξη πωματισμού
bung California [bʌŋ] n
agric. βύστρα; επιστόμιο; τάπα
bung
: 31 phrases in 6 subjects
Agriculture23
Chemistry1
Health care1
Industry1
Materials science3
Natural sciences2