DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bumper ['bʌmpə] n
coal., construct. αποσφηνωτήρ
forestr. αποσβεστήρας κραδασμών; αμορτισέρ
industr., construct., chem. Oδηγός στάγματος
transp. προσκρουστήρας; προφυλακτήρας κατά των συγκρούσεων; αντιμετεωριτική ασπίδα; προστατευτικός προσκρουστήρας; ανασταλτικός προσκρουστήρας
transp., industr., construct. προφυλακτήρας πρόσκρουσης
transp., mech.eng. προφυλακτήρας; συγκρουστήρας; ανασταλτήρας; αποσβεστήρας; συγκρατήρας
 English thesaurus
bumper ['bʌmpə] abbr.
abbr., auto. BMPR/bmpr
abbr., oil bmpr
bumper
: 35 phrases in 8 subjects
Fish farming pisciculture1
General1
Life sciences1
Mechanic engineering5
Metallurgy5
Microsoft1
Natural resourses and wildlife conservation1
Transport20