| |||
σε οργασμό | |||
| |||
ταύρος | |||
κυρίως σκάφος | |||
επενδυτής που προσδοκά άνοδο τιμών στο χρηματιστήριο; κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών; πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών | |||
English thesaurus | |||
| |||
bullshit (You gonna believe this bull? – И ты поверишь в эту хрень? Val_Ships) | |||
bull dyke | |||
| |||
bulliat | |||
| |||
Bull Run Corporation of Georgia | |||
Basic Unitary Literary Language | |||
bulletin | |||
| |||
Bulletin |
bull : 102 phrases in 16 subjects |