DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bulging ['bʌlʤɪŋ] adj.
met. εξόγκωμα; κύρτωση; παραμόρφωση; διόγκωση; φούσκωμα; διεύρυνση κοιλότητας; πτύχωση με λυγισμό
bulging
: 5 phrases in 1 subject
Metallurgy5