DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
brushing ['brʌʃiŋ] n
forestr. αφαίρεση ανεπιθύμητων δενδρυλίων
industr. βάψιμο με τη χρησιμοποίησηβούρτσας; βαφή με βούρτσα
brushing v
agric. εκθάμνωσις
agric., chem. Κατεργασία με επάλειψη
chem. βάψιμο με πινέλο
el. απόξεση; ψηκτρισμός
industr. χρωματισμός με τη χρησιμοποίηση βούρτσας
industr., construct. βούρτσισμα
mech.eng. ελαφρά εκδορά; ελαφρύ γδάρσιμο
brushing
: 28 phrases in 12 subjects
Agriculture8
Chemistry2
Construction1
General2
Industry5
Mechanic engineering2
Medical1
Metallurgy3
Microsoft1
Municipal planning1
Technology1
Textile industry1