DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
briquette [brɪɪ'ket] n
agric. μπρικέτα
coal. μπρικέττα; μπριγκέτα
coal., chem. πλίνθος άνθρακα
industr., construct., chem. ανθρακόπλινθος
mater.sc., chem. πλινθάνθρακας
met. πλίνθος μεταλλεύματος
tech., coal., met. πλίνθος
briquettes v
transp., chem. ανθρακόπλινθος; μπρικέτα; πλιθάνθρακας
briquetting v
coal. συσσωμάτωση
briquette
: 26 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Coal6
Earth sciences1
Energy industry14
Industry1
Statistics1