DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
bows n
law, transp., construct. μάσκα; πρύμνη
bow [поклон, нос - baʊ, остальное - bəʊ] n
cultur. δοξάρι
industr., construct. φιόγκος; κρίκος; στράβωμα; λύγισμα,κύρτωμα
industr., construct., met. κύρτωση
mech.eng. κεκαμμένος σωλήνας
med. τόξο
met. απόκλιση ευθυγραμμικότητας; κυρτότητα; κυρτότητα ακμής; τόξο κάμψης
transp., nautic., fish.farm. μάσκακν.; παρειά; πλευρά της πλώρης
bowing ['bəuɪŋ] v
gen. κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου
industr., construct. λόξεμα
med. κύρτωση ή κάμψη οστού
 English thesaurus
bow [bau] abbr.
abbr. born out of wedlock
BOW [bau] abbr.
abbr., med. bag of water
bows
: 119 phrases in 18 subjects
Agriculture12
Communications2
Construction1
Earth sciences1
Electronics7
Fish farming pisciculture2
Forestry3
General1
Industry4
Life sciences9
Mechanic engineering4
Medical5
Metallurgy4
Natural sciences8
Physical sciences1
Scientific1
Technology2
Transport52