| |||
μάσκα; πρύμνη | |||
| |||
δοξάρι | |||
φιόγκος; κρίκος; στράβωμα; λύγισμα,κύρτωμα | |||
κύρτωση | |||
κεκαμμένος σωλήνας | |||
τόξο | |||
απόκλιση ευθυγραμμικότητας; κυρτότητα; κυρτότητα ακμής; τόξο κάμψης | |||
μάσκακν.; παρειά; πλευρά της πλώρης | |||
| |||
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου | |||
λόξεμα | |||
κύρτωση ή κάμψη οστού | |||
English thesaurus | |||
| |||
born out of wedlock | |||
| |||
bag of water |
bows : 119 phrases in 18 subjects |