DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bowing ['bəuɪŋ] v
gen. κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου
industr., construct. λόξεμα
med. κύρτωση ή κάμψη οστού
bowing
: 3 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Life sciences2