DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
borrowed capital
fin. ξένα κεφάλαια
fin., account. εξωτερικά δάνεια; εξωτερικά κεφάλαια; καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια
law, market. δανειακό κεφάλαιο; εξωτερικό κεφάλαιο; κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου; πιστωτικό κεφάλαιο