DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
borrow ['bɔrəu] v
gen. αντιγράφω από; δανείζομαι από; δανείζομαι
transp., construct. δανειοθάλαμος
borrowing ['bɔrəuɪŋ] v
econ. δανειοληψία
fin. δάνειο
fish.farm., polit. μέτρο προκαταβολικής χρήσης
borrow
: 60 phrases in 10 subjects
Accounting1
Coal1
Communications1
Construction1
Economics4
Finances43
Fish farming pisciculture2
Law1
Marketing3
Transport3