| |||
πρώτος όροφος πυραύλου | |||
ενισχυτικό | |||
ενισχυτικό έναυσμα | |||
συσκευή ενίσχυσης; σερβοκινητήρας | |||
μηχανή παρεμβολής ενίσχυσης-μείωσης; σταθεροποιητής | |||
πολλαπλασιαστής πίεσης | |||
ουσία ενισχυτική της φαρμακοκινητικής άλλων φαρμάκων | |||
βοηθητικός πύραυλος προώθησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
bstr | |||
boost | |||
| |||
Balanced, Observed, Objective, Specific, Timely, Enhancing, Relevant (Useful acronym for coaching and giving feedback to people Interex) |
booster : 63 phrases in 18 subjects |