DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bonnet ['bɔnɪt] n
mech.eng., construct. κάλυμμα προστασίας
met. σπογγώδης κεφαλή
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. εμπρόσθιο κάλυμμα; κάλυμμα; καπό; καπό μηχανής; καπό του κινητήρα
bonnet
: 22 phrases in 4 subjects
Industry1
Mechanic engineering3
Medical13
Transport5