DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
bonding agent
industr., construct. συνδετική ουσία; συγκολλητικό
industr., construct., chem. μέσο στερεώσεως; συνδετικό μέσο; συνεκτικό μέσο
mater.sc., chem. Συνδετική ουσία συνδετικό μέσο
bonding agents
met. συνδετική ύλη