DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bonded warehouse [ˌbɒndɪd'weəhaus]
fin., polit., tax. αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης
fin., tax. τελωνειακή αποθήκευση
transp., construct. αποθήκη
bonded warehouses
fin., construct. αποθήκες υπό τελωνειακό έλεγχο
bonded warehouse
: 3 phrases in 2 subjects
Finances1
Transport2