DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
blow out ['bləu'aut]
earth.sc. έκρηξη γεώτρησης
to blow out ['bləu'aut]
coal. εκφύσηση
blowing out
industr., construct., met. ξεφύσημα κυλίνδρου
to blow out ['bləu'aut]
met. θέση εκτός λειτουργίας; θέτω εκτός λειτουργίας
blowing out
met. θέτω εκτός λειτουργίας
blow-out ['bləuaut]
hobby αφέλειες
industr., construct., mech.eng. σκάσιμο ελαστικού
blow-outs
life.sc., construct. "Κρατήρες αλώπεκος"; αναβλύσεις
blow out
: 19 phrases in 8 subjects
Earth sciences4
Electronics5
Energy industry1
General2
Materials science1
Mechanic engineering1
Metallurgy4
Oil / petroleum1