DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
billet ['bɪlɪt] v
gen. στρατωνισμός
agric., industr., construct. Ξυλεία στρογγυλή κορμοτεμάχιο
construct. πλαξ μεταβιβάσεως φορτίου
forestr., wood. κορμός εκτυλίξεως άνευ εγκαρδίου
industr. πρίσμα
met. μπιγέτα; ακατέργαστο τεμάχιο
tech., met. χελώνα
wood. ανεπεξέργαστη ξυλεία; στρογγυλή ξυλεία
 English thesaurus
billet ['bɪlɪt] v
mil., abbr. bil; bl
billet
: 18 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Forestry1
Industry3
Metallurgy5
Physical sciences6