DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
berry ['berɪ] n
agric. σαρκώδης καρπός (bacca, uva); ράγα σταφυλής; ρώγα σταφυλιού
agric., mater.sc. ράξκαθ.; ρόγα; ρώγα
forestr. σαρκώδης καρπός; μούρο
nat.res., agric. ράγες; ρώγες
nat.sc., agric. αβγά ψαριών ή καρκινοειδών
berries n
nat.sc., agric. μαλακός καρπός; σαρκώδης καρπός
berry
: 67 phrases in 9 subjects
Agriculture34
Forestry3
Health care1
Life sciences1
Medical12
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences12
Statistics2
Textile industry1