DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
beads n
chem. σταγόνες
industr., construct. σφαιρίδια
bead [bi:d] n
chem. χάντρα; αναδιπλωμένο άκρο
el. διηλεκτρική ροδέλα
industr. πέρλα
industr., construct. πτέρνα επισώτρου; τακούνι επισώτρου; σβώλος; σφαιρίδιο
industr., construct., chem. Kαπάκι σφραγίσματος ψεκαστήρα; Eνίσχυση στομίου
industr., construct., met. δακτύλιος λαιμού; σταγόνα γυαλιού
IT, dat.proc. σπόνδυλος
mater.sc. κυμάτωση ενίσχυσης; νεύρωση
met. βολβός; σπείρα; κορδόνι δοκιμής πάνω σε επίπεδο έλασμα; πτύχωση
transp., industr. πτέρνα
transp., tech., law πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου; χείλος επισώτρου
beading ['bi:dɪŋ] v
chem. αναδίπλωση των άκρων
chem., met. σταγόνιασμα
met. πτύχωση μέσω κυλινδρικών ελάστρων
 English thesaurus
BEAD [bi:d] abbr.
abbr., el. beginning extended area descriptor
beads
: 155 phrases in 16 subjects
Agriculture3
Chemistry30
Coal1
Electronics1
General7
Health care1
Immigration and citizenship2
Industry40
Materials science12
Mechanic engineering8
Medical5
Metallurgy12
Municipal planning12
Natural sciences2
Technology1
Transport18