|
|
chem. |
σταγόνες |
industr., construct. |
σφαιρίδια |
|
|
chem. |
χάντρα; αναδιπλωμένο άκρο |
el. |
διηλεκτρική ροδέλα |
industr. |
πέρλα |
industr., construct. |
πτέρνα επισώτρου; τακούνι επισώτρου; σβώλος; σφαιρίδιο |
industr., construct., chem. |
Kαπάκι σφραγίσματος ψεκαστήρα; Eνίσχυση στομίου |
industr., construct., met. |
δακτύλιος λαιμού; σταγόνα γυαλιού |
IT, dat.proc. |
σπόνδυλος |
mater.sc. |
κυμάτωση ενίσχυσης; νεύρωση |
met. |
βολβός; σπείρα; κορδόνι δοκιμής πάνω σε επίπεδο έλασμα; πτύχωση |
transp., industr. |
πτέρνα |
transp., tech., law |
πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου; χείλος επισώτρου |
|
|
chem. |
αναδίπλωση των άκρων |
chem., met. |
σταγόνιασμα |
met. |
πτύχωση μέσω κυλινδρικών ελάστρων |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., el. |
beginning extended area descriptor |