DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
batten ['bætn] v
agric. βέργα ασφάλισης μουσαμάδων καλυμμάτων των κυτών; μπάρακν.; ράβδος; εγκάρσιοι δοκοί; τραβέρσες
agric., mech.eng. σταθεροποιητικό πέλμα
construct. έλασμα συνδέσεως
forestr. καδρόνι
industr., construct. τραπέζι; αρμογοκάλυμμα; πηχάκι; δοκάρι στέγης; καδρόνι στέγης
mech.eng. ράβδοι θραυστήρα
transp. σανίδα; λεπτοσανίδα; πήχη; αναστολέας πηδαλίου; ασφάλιστρο πηδαλίου στο έδαφος
battens v
construct. ασυνεχές καλούπι; διακεκομμένο καλούπι
batten
: 47 phrases in 9 subjects
Agriculture6
Construction5
Industry4
Information technology2
Materials science2
Medical16
Natural sciences1
Transport9
Work flow2