DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
baseplate ['beɪspleit] n
construct. πέλμα σταθερού ύψους
mech.eng. βάθρο; υπόβαθρο; πλαίσιο μηχανής
med. τεμάχιο πλαστικής ύλης χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή προπλασμάτων τεχνητών οδοντοστοιχιών; βάσις της προθέσεως
nat.sc. βάση
baseplate
: 2 phrases in 2 subjects
Forestry1
Metallurgy1