DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
bank notes
fin. ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης
 English thesaurus
bank note ['bæŋknəut]
abbr., AmE bill (брит. Bobrovska)
bank notes
: 2 phrases in 1 subject
Economy2