DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
ballooning [bə'lu:nɪŋ] v
industr., construct. σακούλιασμα; μπαλονάρισμα; κουβαρίστρα
med. χειρουργική διάτασις μιας σωματικής κοιλότητος με την εισαγωγή αέρα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς; πνευμονικόν εμφύσημα
met. διόγκωσις του περιβλήματος
ballooning
: 7 phrases in 5 subjects
Electronics1
Fish farming pisciculture1
Industry1
Medical3
Metallurgy1