DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
balloon [bə'lu:n] n
comp., MS συννεφάκι (A small pop-up window that informs users of a non-critical problem or special condition in a control)
hobby μικρό μπαλλόνι
industr., construct. κουβαρίστρα
med. αεροθάλαμος; μπαλόνι
transp., avia. αερόστατο
ballooning [bə'lu:nɪŋ] v
industr., construct. σακούλιασμα; μπαλονάρισμα; κουβαρίστρα
med. χειρουργική διάτασις μιας σωματικής κοιλότητος με την εισαγωγή αέρα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς; πνευμονικόν εμφύσημα
met. διόγκωσις του περιβλήματος
 English thesaurus
balloon [bə'lu:n] abbr.
abbr. b
avia., Canada A non-power-driven lighter-than-air aircraft
mil., abbr. bln
balloon
: 84 phrases in 16 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Earth sciences3
Electronics2
Environment4
Finances4
General2
Hobbies and pastimes2
Industry2
Life sciences14
Medical12
Metallurgy1
Microsoft1
Natural sciences10
Technology7
Transport17