DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
backwash ['bækwɔʃ] n
gen. επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου
backwashing v
industr., construct. δεύτερο πέρασμα από πλυντική μηχανή μάλλινων φυτιλιών πεννιέ
backwash
: 5 phrases in 2 subjects
Environment2
Industry3