DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
authorized capital
fin., account. εγκριθέν κεφάλαιο; δυνητικό κεφάλαιο; εγκεκριμένο κεφάλαιο
law εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο
market. εξουσιοδοτημένο κεφάλαιο
authorised capital
fin., account. δυνητικό κεφάλαιο; εγκεκριμένο κεφάλαιο; εγκριθέν κεφάλαιο
market. εξουσιοδοτημένο κεφάλαιο
authorized capital
: 7 phrases in 3 subjects
Finances3
Law2
Taxes2